- διαγνωστή
- διαγνωστόςto be distinguishedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οροσυγκόλληση — η (μικρβλ.) η συγκόλληση μικροβίων και κυττάρων από τις συγκολλητίνες που περιέχει ο ορός τού αίματος, αντίδραση η οποία χρησιμοποιείται στη διάγνωστη πολλών νόσων … Dictionary of Greek